Μορό, Ζαν

Μορό, Ζαν
(Moreau, Παρίσι 1928 –). Γαλλίδα ηθοποιός. Έχοντας μια δεκαετή πορεία στον κινηματογράφο και το θέατρο, έγινε γνωστή το 1958 (Οι ερασταί) μέσω της συνεργασίας της με τον σκηνοθέτη Λ. Μαλ. Σύντομα αναδείχτηκε σε μούσα του γαλλικού «Νέου Κύματος», με εξαιρετικές ερμηνείες σε φιλμ διάσημων σκηνοθετών (Τριφό, Ουέλς, Μπουνιουέλ, Λόουζι) . Ηθοποιός ιδιαίτερης ομορφιάς, κατόρθωσε να έχει μια μακρόχρονη και ποιοτική σταδιοδρομία, ενω έχει σκηνοθετήσει και η ίδια (Φώς-1976). Ενδεικτική φιλμογραφία:Βίβα Μαρία (1965), Η νύφη φορούσε μαύρα (1968), Ο χορός των διεφθαρμένων (1973), Νικίτα (1990) κ.ά. Ο Γάλλος στρατηγός Ζαν-Βικτόρ-Μαρί Μορό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

  • συμβολισμός — Λογοτεχνικό κίνημα που γεννήθηκε και επικράτησε στη Γαλλία μεταξύ 1885 και 1900 ως αντίδραση στον παρνασσισμό (παρνασσιακοί), που ήθελε μια ποίηση ουσιαστικά αντιπροσωπευτική της μορφής και των χρωμάτων, και στο νατουραλισμό, που υποστήριζε μια… …   Dictionary of Greek

  • εικονογράφηση — Το σύνολο των διακοσμητικών στοιχείων και εικόνων που συνοδεύουν ένα κείμενο προκειμένου να το κάνουν ελκυστικότερο ή να τεκμηριώσουν το περιεχόμενό του. Γνωστή ήδη στην αιγυπτιακή και στην ελληνορωμαϊκή εποχή, η ε. γνώρισε μεγάλη ακμή στα… …   Dictionary of Greek

  • τοπιογραφία — Ζωγραφική που έχει αποκλειστικό θέμα το τοπίο. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να συλλάβει και να εικονίσει ο ζωγράφος ένα τοπίο. Είναι π.χ. δυνατό να είναι απλώς ένα διακοσμητικό φόντο, που προορίζεται να καλύψει ένα κενό πίσω από το κύριο θέμα του… …   Dictionary of Greek

  • Μαλ, Λουί — (Louis Malle, Γαλλία 1932 – ΗΠΑ 1995). Γάλλος σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στη Σορβόνη και κινηματογράφο στο Παρίσι, με τον οποίο ασχολήθηκε αμέσως μετά την αποφοίτησή του. Υπήρξε ένας… …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”